μπιραριέρης

μπιραριέρης
ο хозяин пивной или кафешантана

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπιραριέρης" в других словарях:

  • μπιραριέρης — ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γκαραζ ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • μπιραριέρης — ο ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής της μπιραρίας, ο ζυθοπώλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»